προετικώς

προετικώς
Α επίρρ. βλ. προετικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προετικῶς — προετικός emitting easily adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετικός — ή, όν, Α [προΐημι] 1. αυτός που εκπέμπει, που στέλνει εύκολα προς τα έξω 2. αυτός που χαρίζει, που παρέχει με αφθονία 3. σπάταλος. επίρρ... προετικῶς δαπανηρά, σπάταλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”